Η Θεια μου η Πιπίτσα

Published on 17 May 2025 at 20:32

Μέσα στην πόλη, κάπου λιγάκι νοτιοδυτικά από το κέντρο της Αθήνας, βρισκόταν αυτό το αρχοντικό σπίτι, "κλεισμένο" σ' ένα στενό δρομάκι απ' όπου πια δεν περνούσαν πολλά αυτοκίνητα.  Ούτε παλιά περνούσαν βέβαια, γιατί δεν υπήρχαν τόσα πολλά.  Εκεί μέσα, στο δύσβατο και μοναχικό αυτό δρομάκι ήταν το σπιτικό της θειας μου της Πιπίτσας.  

Σπυριδούλα ήταν το κανονικό της όνομα και ήταν μια αρχοντογυναίκα με πλούσια ξανθά μαλλιά πιασμένα κότσο, με μερικές χυτές, διάσπαρτες, μπουκλωτές τουφίτσες να "πέφτουν" επίτηδες - δήθεν τυχαία - στο ολοστρόγγυλο πρόσωπό της.  Μια γυναίκα αφράτη, με γεμάτα καλοσύνη, χαμογελαστά μάτια που σου "έδιναν" να καταλάβεις ότι ήσουν πάντα ευπρόσδεκτος στο σπιτικό της.  Θα σε καλοδεχόταν και θα σου πρόσφερε ό,τι εκλεκτότερο υπήρχε μέσα στα ντουλάπια της.  Δεν θα έφευγες από εκεί εάν δεν έπαιρνες κάτι μαζί σου.  Από φαγητό μέχρι την καλή της τη διάθεση.  Πάντως το μόνο σίγουρο ήταν ότι δεν θα έφευγες με άδεια χέρια, ή με άδεια καρδιά.  Θα σε φρόντιζε όποιος και να 'σουν, θα σου δώριζε ό,τι είχε και δεν είχε, χωρίς μετά να σκεφτεί ότι μπορεί να το στερούνταν η ίδια.

Αυτή ήταν η θεια μου η Πιπίτσα με ανοιχτή αγκαλιά και δοτική καρδιά.  Εάν έμπαινες μέσα στο φροντισμένο της σπίτι, ένιωθες ότι σε ήξερε χρόνια και αισθανόσουν οικεία, ακόμα κι αν σε είχε γνωρίσει μόλις πριν πέντε λεπτά!


Είχαν έρθει μικρά παιδάκια ακόμα οι γονείς της, μαζί με τους δικούς τους γονείς μετά από την Μικρασιατική Καταστροφή.  Αυτή που έλιωσε στις φωτιές της τόσα πολλά κορμιά, που ακόμα και οι φούρνοι του Άουσβιτς τα κοιτούσαν και κλαίγανε με μαύρο δάκρυ!

  Δυσκολεύτηκαν στην αρχή γιατί ο πατέρας δεν "υπήρχε" κι η μάνα έμοιαζε τόσο αβοήθητη, μόνη της με δυο παιδιά.  Ευτυχώς τους στήριξαν οι συντοπίτες που είχαν πλαισιώσει τη ζωή τους.  Και οι οποίοι αντιμετώπιζαν με τόση προστασία τα συναισθήματα τους, σαν να ήταν γυάλινα και φοβούνταν μη τους σπάσουν.  Τόση ευαισθησία και λεπτότητα!

Από εκεί μέχρι το σήμερα, ένα πουλί που πέταξε!  Μεγάλωσε η θεια Πιπίτσα, με τα γαλλικά της και τα πιάνα της, γιατί αυτό ήταν ψωμοτύρι στα σπίτια των προσφύγων που ήρθαν από εκεί.  Όσο φτωχοί κι αν είχαν γίνει, η καλλιέργεια της ψυχής και των τρόπων είχε πρωταρχικό ρόλο στην διαπαιδαγώγηση των παιδιών.    Οι γονείς και οι συγγενείς ήταν εκεί, περισσότερο για να "θρέψουν" τον εσωτερικό τους κόσμο γιατί ήξεραν ότι ο εξωτερικός θα μαραινόταν γρήγορα και δεν θα μπορούσε να ανθίσει χωρίς αυτή την εσωτερική καλλιέργεια.  Ήταν εκεί για να σκαλίσουν το "φυτώριο" του μυαλού τους, να το ποτίσουν, να το φροντίσουν, να κλαδέψουν τα αγριόχορτα ώστε να ξεπηδήσουν και να ανθίσουν τα καινούρια μπουμπούκια.  Να έχουν χώρο να σταθούν και να "δώσουν" όση μεγαλύτερη ομορφιά γινόταν στις παιδικές τους ψυχές.  Οι ενήλικοι συγγενείς ήταν φύλακες της σωστής ενηλικίωσης των παιδιών, ώστε όταν μεγαλώσουν να δώσουν κι εκείνοι με τη δική τους σειρά όση περισσότερη αγάπη κι ομορφιά μπορούσαν στους γύρω.  Να υπάρχει η πρώτη ύλη κι αυτή να αναπτυχθεί όσο γινόταν πιο πολύ κατά τη διάρκεια της ζωής.

Η θεια μου η Πιπίτσα λοιπόν είχε πολλά χαρίσματα και πολλά ταλέντα.  Ήξερε να πλέκει, να κεντάει, να μαγειρεύει, να ζωγραφίζει, να νοικοκυρεύει, να παίζει μουσική ... να είναι η μουσική η ίδια!  Της άρεσε να κάνει τους ανθρώπους που είναι δίπλα της να χαίρονται και να ευτυχούν.  Να μην υπάρχει μιζέρια και λύπη στα μάτια τους, όσες δυσκολίες κι αν περνάνε! 

Παρ' όλ' αυτά οι υποψήφιοι σύζυγοι, έφευγαν ο ένας μετά τον άλλον.  Κανένας δεν της ταίριαζε κι αυτοί που φαίνονταν ότι θα μπορούσαν, δεν είχαν τη θέληση.  Η δίψα της για συντροφιά, όσο περνούσαν τα χρόνια μεγάλωνε.  Αλλά οι ευκαιρίες μειώνονταν ...

Τελικά έμεινε μόνη.  Να φροντίζει τα παιδιά των άλλων συγγενών.  Και κατά τη διάρκεια της ζωής της, τα παιδιά αυτά έγιναν δικά της.  Όχι μόνο γιατί αγαπούσε τους ανθρώπους γενικά, αλλά κι επειδή η επιθυμία της να γίνει μάνα δεν εκπληρώθηκε ποτέ.  Μοίραζε την αγάπη της παντού γιατί δεν μπορούσε να κάνει κι αλλιώς.  Περίσσευε τόσο πολύ από τον εαυτό της αυτό το συναίσθημα, που εάν το έκλειναν σ' ένα δωμάτιο όσο μεγάλο κι αν ήταν αυτό, θα γκρέμιζε τους τοίχους για να δραπετεύσει!

Από την άλλη η μοναξιά ήταν τόσο μεγάλη που ξεκίνησε να μιλάει με τους γείτονες, όταν έβρισκε την ευκαιρία.  Συνέχισε να μιλάει μαζί τους ακόμα κι όταν δεν απευθύνονταν σ' αυτήν.  Και στο τέλος βρέθηκε να μιλάει μόνη της, γιατί οι περισσότεροι φίλοι και γνωστοί και γείτονες είχαν αποδημήσει εν τόπω χλοερώ, ή μετοίκισαν σε κάποια άλλη γειτονιά.  Κι η μοναξιά της μεγάλωσε ακόμα πιο πολύ.  Εκείνη που τόσο απλόχερα έδινε την αγάπη της δεξιά κι αριστερά, δεν βρήκε ούτε έναν, να την φροντίσει έστω και λίγο.  Να την συμπαθήσει μερικώς, ώστε να της δώσει λίγη χαρά μαζί μ' ένα φλιτζάνι τσάι, ίσα-ίσα για να ζεστάνει τη μοναχική της καρδιά.

Και κάποιες φορές να μην νιώθει τόσο εγκαταλελειμμένη όσο ένα παλιό σπίτι.  Που όταν ήταν νέο το επισκέπτονταν όλοι για να χαρούν τις ομορφιές και τη ζωντάνια του, αλλά μόλις "γέρασε" και "ζητούσε" λίγη φροντίδα για να διατηρηθεί του γύρισαν όλοι την πλάτη, γιατί δεν ήθελε να κάνει κανείς τον κόπο.  Κανείς δεν ήθελε να βάψει λίγο τους τοίχους, να φτιάξει τα μερεμέτια και να ασχοληθεί με κάτι γερασμένο.  Όλοι θέλαν τα καινούρια και τα λειτουργικά!  Τα παλιά έπρεπε να πεταχτούν στον Καιάδα!

Έτσι "πετάχτηκε" κι η θεια Πιπίτσα μέσα σ' ένα κρύο λάκκο, ένα βροχερό Κυριακάτικο πρωϊνό.  Όταν η καρδιά της σταμάτησε να δουλεύει από την παγωμάρα των ανθρώπων.  Από την αδιαφορία του διπλανού και την ψυχρότητα του συγγενή!

Όλα ήταν κατά της.  Η ζωή της είχε αδειάσει από ανθρώπους κι είχε μοιράσει για τελευταία φορά τα χαρτιά της αγάπης! 

Ό,τι είχε να δώσει, το 'δωσε κι έμεινε μονάχη. 

Όταν πια σταμάτησε να δίνει γιατί δεν μπορούσε όλοι απομακρύνθηκαν, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει κανείς που θα τη συνοδεύσει στην τελευταία της κατοικία!  Αυτό το τόσο χαριτωμένο, χαρούμενο και καλλιεργημένο πλάσμα!  Κι όμως!!!

Η μόνη που την ήξερε τόσο καλά ήμουν εγώ.  Την παρατηρούσα χρόνια από κοντά και κάπως το περίμενα αυτό που θα γινόταν.  Ήξερα ότι στο τέλος της δεν θα 'χε παρέα. 

Τώρα, καθόμουν από πάνω και κοιτούσα το φέρετρο να βυθίζεται στο μουσκεμένο χώμα.  Και να κολλάει στα τοιχώματά του η λάσπη που θα την κρατούσε για πάντα στην αγκαλιά της. 

Εγώ από ψηλά κι εκείνη εκεί κάτω.  Σαν να την είδα για λίγο ξανά ζωντανή, να μου χαμογελά και να μου λέει να μην στεναχωριέμαι και να συνεχίσω τον δρόμο μου για όσο πιο ψηλά μπορώ!  Αυτά όλα που έκανε, ήταν αυτά που ήθελε να κάνει εν τέλει.

Δεν θα μπορούσε κι αλλιώς!!!


Add comment

Comments

There are no comments yet.