Η δημοτική πινακοθήκη Καλλιθέας είναι το σπίτι που έμενε η Σοφία Λασκαρίδου.
Ήταν η πρώτη γυναίκα ζωγράφος που μπήκε στη σχολή καλών τεχνών γιατί μέχρι τότε δεν επιτρεπόταν να φοιτήσουν γυναίκες. Με παρέμβαση όμως του βασιλέα Γεωργίου άλλαξε η νομοθεσία.
Σύμφωνα με τον θρύλο είναι στοιχειωμένο από το φάντασμα της ιδιοκτήτριας του σπιτιού διότι η ζωή της σημαδεύτηκε από μια τραγική αυτοκτονία.
Το φάντασμά της θα μείνει αιώνια περιφερόμενο γεμάτο ενοχές για το θάνατο του λογοτέχνη Περικλή Γιαννόπουλου, ο οποίος ήταν παράφορα ερωτευμένος μαζί της και τελικά αυτοκτόνησε το 1910.
Η πίνακες καταλαμβάνουν μόνο δύο δωμάτια του σπιτιού, αλλά είναι τόσο ατμοσφαιρικός ο χώρος που είναι μια πολύ καλή ιδέα για βόλτα.
Η αύρα που περιλούζει το σπίτι ίσως είναι απόρροια του τί έγινε πριν από αρκετές δεκάδες χρόνια εκεί.

Το σπίτι το σχεδίασε το Γερμανός αρχιτέκτονας Ερνστ Τσίλλερ, χτίστηκε πριν το 1900 και ήταν το δεύτερο σπίτι που χτίστηκε στην Καλλιθέα. Αρχικά θα χρησιμοποιείτο ως εξοχική κατοικία της οικογένειας Λασκαρίδου. Ο πατέρας Λάσκαρης, πλούσιος έμπορος από την Τραπεζούντα, αλλά γεννημένος στο Λονδίνο. Η μαμά Αικατερίνη Χρηστομάνου - παιδαγωγός γεννημένη στη Γαλλία. Και τα τρία τους παιδιά Μελπομένη, Σοφία και Ειρήνη η οποία ήταν η πρώτη που ασχολήθηκε με την εκπαίδευση των τυφλών της Ελλάδας.
Η Σοφία λοιπόν ακολούθησε το πάθος της για ζωγραφική και ως καλλιτεχνική φύση υπήρξε και πιο απελευθερωμένη από τις προσταγές της κοινωνίας την εποχή εκείνη. Ήταν όμορφη και πλούσια, δεχόταν τον βασιλέα Γεώργιο στο σπίτι της και δεν ερωτευόταν ποτέ.
Καθόταν ώρες απέναντι από τη θάλασσα του Φαλήρου, σχεδιάζοντας βάρκες και κύματα. Μια μέρα ο πατέρας της, της έδωσε ένα περίστροφο: «Δεν πρέπει να κυκλοφορείς άοπλη, αφού απομακρύνεσαι τόσο πολύ από το σπίτι». Η Σοφία πήρε το περίστροφο και το έκρυψε στην τσάντα της. Αυτό το ίδιο περίστροφο θα στερούσε ύστερα από μερικά χρόνια τη ζωή του Περικλή Γιαννόπουλου. «Αυτοκτόνησε γιατί δεν βρήκαν απήχηση στο κοινό οι ιδέες του», έγραψαν οι εφημερίδες της εποχής. Η αληθινή όμως αιτία του θανάτου του Γιαννόπουλου ήταν άλλη..
Η πρώτη τους γνωριμία ήταν μια τυχαία συνάντηση κοντά στο σπίτι της Σοφίας. Αμέσως διαισθάνθηκαν κι οι δύο την έλξη που είχαν ο ένας για τον άλλον. Μερικές μέρες μετά, την επισκέφθηκε στο σπίτι της κι έγιναν οι απαραίτητες συστάσεις εκείνης με εκείνου και εκείνου με την οικογένειά της. Από τότε άρχισαν οι συναντήσεις τους. Άλλοτε βόλτες με τα πόδια ως την Ακρόπολη, άλλες φορές τη συντρόφευε στον κήπο του σπιτιού της, την ώρα που ζωγράφιζε.
Κάποια στιγμή η Σοφία κι η οικογένειά της έπρεπε να μείνουν για ένα διάστημα στη Βουλιαγμένη. Τότε ήταν που άρχισαν την αλληλογραφία, αλλά επειδή ο Γιαννόπουλος δεν άντεχε άλλο την απομάκρυνση αποφάσισε να τη ζητήσει σε γάμο. Εισέπραξε από τον πατέρα της μια ψυχρή άρνηση, πιθανόν με τη συγκατάθεσή της, γιατί η ίδια δεν προτιμούσε τον γάμο αλλά την ελευθερία.
Στη συνέχεια η Σοφία μετά από προτροπή της μητέρας της πήγε και ζήτησε από τον βασιλέα να τη διευκολύνει ώστε να σπουδάσει στη Σχολή Καλών Τεχνών στην οποία μέχρι τότε δεν επιτρεπόταν να σπουδάζουν γυναίκες. Έτσι κι έγινε. Πήρε το δίπλωμά της το 1907 και μετά κέρδισε μια τρίχρονη υποτροφία στο εξωτερικό.
Πρότεινε στον Γιαννόπουλο να πάει μαζί της αλλά εκείνος δεν ήθελε. Εκείνη έφυγε και πήγε στο Μόναχο, εκείνος έμεινε στην Ελλάδα να της γράφει συνεχώς πιστεύοντας ότι κάποια στιγμή θα την κάνει να επιστρέψει στην αγκαλιά του. Τον δεύτερο χρόνο άρχισε όμως να χάνει την ελπίδα του. Κάποια στιγμή αποφάσισε να κάνει το απονενοημένο και αφού της έγραψε ένα αποχαιρετιστήριο λακωνικό γράμμα αυτοκτόνησε με το όπλο μέσα στη θάλασσα. Εκείνη μετά από αυτό το γράμμα διαισθάνθηκε ότι κάτι κακό συναίβενε και αποφάσισε να γυρίσει το συντομότερο στην Ελλάδα.
Με το που το έμαθε αρρώστησε από τη στεναχώρια της και μια μέρα ξύπνησε, έχοντας δει στον ύπνο της τη μορφή του με άσπρα μαλλιά, πήρε μερικά λουλούδια και μια φίλη της μαζί και πήγε στη θάλασσα του Σκαραμαγκά όπου βρήκαν το πτώμα του που το είχε ξεβράσει η θάλασσα. Δεκατρείς μέρες μετά την αυτοκτονία του.
Ο Γιαννόπουλος φορούσε λευκή φανέλα, κοστούμι και γάντια γκλασέ. Το ρολόι που βρέθηκε στην τσέπη του, είχε σταματήσει στις 11 και 3 λεπτά. Ο αστυνομικός Ελευσίνος, διέταξε να μεταφερθεί το πτώμα στην εκκλησία. Εκεί έμεινε ως την άλλη μέρα το πρωί που έγινε η κηδεία. Αλλά στο διάστημα που μεσολάβησε: «…διεπιστώθη ότι το πτώμα είχον ήδη περιποιηθεί χείρες αβραί, οι οποίαι είχαν αποθέσει επί της κεφαλής του στέφανον ανθέων εξαιρετικών και είχαν χύσει επ’ αυτού μύρα. Ο αστυνόμος εξήγησεν ότι με το πρωινόν τραίνον, κατήλθαν εξ Αθηνών δύο κυρίαι του εξωτερικού, οι οποίαι μετέβησαν εις την εκκλησίαν και απέθεσαν επί του πτώματος πλήθος ανθέων τα οποία έφεραν εξ Αθηνών και το εμύρωσαν. Ακολούθως, έφυγον χωρίς να καταστήσουν γνωστά τα ονόματά των». (Εφημερίδα «Πατρίς» 22/4/1910).
Η λύπη της ήταν τόσο μεγάλη ώστε ένα πρωί που έμεινε μόνη της στο σπίτι πήρε το ξυράφι του πατέρα της κι έκοψε την καρωτίδα της. Την πρόλαβε όμως η μητέρα της που γύρισε στο σπίτι γιατί είχε ένα άσχημο προαίσθημα και τη γλίτωσε απ' του Χάρου τα δόντια.
Πήρε καιρό για να επανέλθει, κάποιοι λένε ότι δεν τα κατάφερε ποτέ, αλλά συνέχισε τη ζωή της, σε σχέση με τους μύθους που έχουν ακουστεί. Συνέχισε να εκθέτει έργα της και να κερδίζει αναγνωρισιμότητα. Έφυγε ξανά για το εξωτερικό και επέστρεψε στην Καλλιθέα μετά τον θάνατο της μητέρας της, το 1916. Τα τελευταία χρόνια έμεινε αποτραβηγμένη σε αυτό το υπέροχο διώροφο νεοκλασικό.
Εκείνη την περίοδο δημιουργούνται θρύλοι οι οποίοι θεριεύουν ακόμη παραπάνω μετά τον θάνατο της σπουδαίας ζωγράφου μέσα στο πατρικό, χρόνια αργότερα (1965). Κάτοικοι ισχυρίζονταν, ότι τη νύχτα εμφανιζόταν το φάντασμα της ζωγράφου στο νεοκλασικό και όποιος περνούσε άκουγε μελαγχολικά μουρμουρητά που επικαλούνταν το όνομα του αγαπημένου της.
Μια μέρα πριν πεθάνει, βλέποντας το τέλος να έρχεται, δώρισε το σπίτι στον δήμο και σήμερα στεγάζεται εκεί η Δημοτική Πινακοθήκη.
Υπέροχος κήπος.
Το φάντασμα ούτε το είδα, ούτε το ένιωσα βέβαια αλλά είναι μια πολύ καλή ιδέα για να δεις μια παλαιότερη εποχή με τα μάτια του σήμερα.
Η είσοδος είναι δωρεάν
Add comment
Comments